Ένα παιδί που μεγάλωσε με φωνές, ενηλικιώνεται
Μία φίλη δεν μπορεί να καταλάβει γιατί ο γιος της έχει πρόβλημα να πάρει τη ζωή του στα χέρια του. Είναι ένας λαμπρός νεαρός άνδρας. Μεγάλωσε σε μια εύπορη περιοχή με καλά σχολεία. Θεωρεί τον εαυτό της μία ιδανική μητέρα. Του έδωσε καλές συμβουλές. Τον δίδαξε να σκέφτεται θετικά για τον εαυτό του και του παρείχε πάντα επιβεβαιώσεις για να τις επαναλαμβάνει κάθε πρωί.
Όπως σε κάθε νοικοκυριό, υπήρχαν κανόνες. Όταν το αγόρι δεν τους τηρούσε, οι γονείς του φώναζαν. Απειλούσαν με αυστηρή τιμωρία. Αλλά όταν επαναλάμβανε την κακή συμπεριφορά, οι γονείς του επαναλάμβαναν αντίστοιχα την αντίδρασή τους. Φώναζαν και απειλούσαν με αυστηρή τιμωρία.
Δεν συνειδητοποιούσαν ότι η τιμωρία ήταν πολύ σοβαρή για να εφαρμοστεί; Πίστευαν πραγματικά ότι οι ακραίες απειλές θα καθιστούσαν περιττή την ενεργή διαπαιδαγώγηση; Ή ξεσπούσαν απλά σε θυμό για το ότι ένα παιδί τόλμησε να αγνοήσει την εξουσία τους;
Σε κάθε περίπτωση, ήταν πολύ απασχολημένοι με τις προσωπικές τους ασχολίες για να τον εποπτεύουν ή να επιβάλουν αξιόπιστα τους οικιακούς κανόνες με τις κατάλληλες συνέπειες.
Το σενάριο αυτό επαναλήφθηκε ατελείωτα. Το αγόρι έκανε πάντα ό, τι έκανε και πριν: αγνοούσε τους κανόνες τους. Οι γονείς έκαναν ό,τι έκαναν και πριν: φώναζαν και απειλούσαν με αυστηρή τιμωρία.
Οι έρευνες δείχνουν ότι ένα, μόνο ένα, τρομακτικό επεισόδιο στη σχέση φροντιστή-παιδιού στα πρώτα του χρόνια, οδηγεί σε ανασφάλεια (insecure attachment). Η ερευνητής Susan Woodhouse λέει: “Αν η μητέρα κάνει ακραία πράγματα όταν το μωρό της κλαίει, όπως το να φωνάζει δυνατά … ακόμα κι αν συμβεί μόνο μία φορά, το μωρό θα γίνει αναπόφευκτα ανασφαλές”.
Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί η προσκόλληση του αγοριού στους γονείς του δεν ήταν αρκετά ισχυρή για να τον νοιάζει η αποδοκιμασία τους. Το να δέχεται τις φωνές, ήταν ένα αποδεκτό τίμημα για την ελευθερία να κάνει ό,τι ήθελε. Δεν συνειδητοποίησε φυσικά ότι αυτό το πλήρωσε πολύ ακριβά στην ίδια του την προσωπική ανάπτυξη. Χωρίς να χρειάζεται να ακολουθεί τους κανόνες, απέκτησε ελάχιστη ικανότητα στο να αυτοσυγκρατείται. Χωρίς να βλέπει τον εαυτό του έτσι όπως πραγματικά είναι, σαν σε έναν ψυχολογικό καθρέφτη (mirroring), ανέπτυξε μια αδύναμη αίσθηση ταυτότητας και προσωπικής αξίας.
Ψυχολογική αντανάκλαση στον καθρέφτη
Ο ψυχολογική αντανάκλαση (mirroring) αφορά σε μια σειρά συμπεριφορών που αποσκοπούν στο να επικοινωνήσουν στο παιδί ότι εκείνο εισακούεται και ότι οι γονείς καταλαβαίνουν τη συναισθηματική του κατάσταση. Για παράδειγμα, στην πράξη μπορείτε να επαναλαμβάνετε τις λέξεις του παιδιού στο παιδί, ή να προσπαθήσετε να μιμηθείτε τον τόνο της φωνής του.
Αν και ένας φυσικός καθρέφτης αποκαλύπτει το πώς φαινόμαστε, χρειαζόμαστε έναν ψυχολογικό καθρέφτη για να καταλάβουμε ποιοι είμαστε. Λέγεται ότι όταν ένα δέντρο πέφτει στο δάσος, δεν υπάρχει ήχος αν δεν το ακούσει κάποιος. Ομοίως, δεν βιώνουμε τον εαυτό μας ως πραγματικό αν κάποιος δεν αντανακλά την εμπειρία του από εμάς πίσω σε μας. Με άλλα λόγια, όταν δεν βλέπουμε την ψυχολογική αντανάκλασή μας στον καθρέφτη, η εμπειρία που έχουμε για τον εαυτό μας δεν είναι τόσο δυνατή όσο η εμπειρία που έχουμε για τους άλλους.
Οι φωνές τοποθετούν ένα παιδί σε θέση που δεν μπορεί να σκεφτεί
Ένα παιδί δεν μπορεί αποκτήσει μία αξιόπιστη εικόνα για τον εαυτό του όταν του φωνάζουν. Η επιθετικότητα των γονέων είναι τραγική και δυστυχώς, αρκετά κοινή. Σε ένα blog για γονείς και παιδιά, η Whitney Cummings γράφει: «Τις περισσότερες φορές χρησιμοποιούμε συναισθηματικούς χειρισμούς στα παιδιά μας για να έχουμε τα αποτελέσματα που κάνουν τη ζωή μας ευκολότερη, αντί για εκείνα που κάνουν τη ζωή τους πιο επιτυχημένη».
Οι φωνές, λέει η Cummings, τοποθετούν ένα παιδί σε θέση που δεν μπορεί να σκεφτεί. Επειδή είναι απειλητικές, οι φωνές πυροδοτούν την αντίδραση της πάλης ή φυγής (fight or flight) ή την απόκριση του παγώματος (freeze). Δεδομένου ότι ένα μικρό παιδί δεν μπορεί να παλέψει ή να φύγει, παγώνει. Τη στιγμή που παγώνουμε, η εκτελεστική λειτουργία του εγκεφάλου – η ανώτερη σκέψη μας – κλειδώνει. Ένα παιδί που εκπαιδεύεται στο να μην σκέφτεται, είναι απροετοίμαστο για να κάνει καλές επιλογές στη ζωή του, ιδιαίτερα όταν πρέπει να γίνει κάποια επιλογή κάτω από συνθήκες άγχους.
Οι γονείς αυτού του αγοριού, περίμεναν να υπερέχει. Όμως, επειδή λάμβανε συνεχώς φωνές και κριτική, έκανε κακές επιλογές, τα πήγε πολύ άσχημα στο σχολείο και κατέπεσε στα ναρκωτικά για να νιώσει καλύτερα για τον εαυτό του.
Όταν το παιδί δεν σχετίζεται με κανέναν
Δεν γινόμαστε άνθρωποι μόνοι μας. Το να μην είμαστε οικείοι σε κανέναν, το να μην σχετιζόμαστε με κανέναν, αυτό είναι μια ψυχολογικά ανυπόφορη μορφή απομόνωσης. Το να μην μπορεί να σχετιστεί, δημιουργεί μια κατάσταση εσωτερικής μοναξιάς σε ένα παιδί, την οποία δεν μπορεί να αντέξει για πολύ. Όταν δεν είναι πλέον σε θέση να ανεχτεί το ότι δεν σχετίζεται με κανέναν, το παιδί εγκαταλείπει τον αυθεντικό εαυτό του που κανείς δεν έχει αγκαλιάσει και αποδεχτεί, και υιοθετεί μια προσωπικότητα με την οποία ελπίζει ότι θα βρει ανταπόκριση. Ένα παιδί μπορεί να υιοθετήσει την προσωπικότητα ενός γονέα, ενός αδελφού ή κάποιου άλλου. Δοκιμάζει τη μία προσωπικότητα μετά την άλλη, μέχρι να βρει εκείνη την οποία η άλλοι ανταμείβουν ή στην οποία ανταποκρίνονται. Αν αυτό αποτύχει, το παιδί υιοθετεί μια προσωπικότητα στην οποία οι άλλοι αντιδρούν με θυμό. Εάν αυτό οδηγήσει το παιδί σε υπερβολικό κίνδυνο, τραύμα ή φόβο, το παιδί θα αποσυρθεί παντελώς, στον απομονωμένο εσωτερικό του κόσμο.
Πηγή: Parenting.gr