Ένα αγοράκι, μαθαίνει να είναι αυτόνομο
Ανάγνωση σε 4′
Βιαζόμουν. Ήθελα να μπουσουλήσει γρήγορα, να περπατήσει γρήγορα, να φάει κανονικό φαγητό, να μιλήσει, να ντύνεται μόνος του, να πέφτει για ύπνο χωρίς πολλά πολλά, να πάρει το δίπλωμα οδήγησης και να βρει μια καλή κοπέλα.
Από ένα τρομερό άγχος ότι το παιδί βαριέται μέσα στο σπίτι, τον πήγα σε παιδικό σταθμό 1,5 έτους για να τον αποσύρουμε μία εβδομάδα αργότερα που καταλήξαμε οικογενειακώς συναχωμένοι. Ίσα ίσα που βγάλαμε την αρχική προσαρμογή δηλαδή.
Όταν το υπέροχο σχολείο στο οποίο πήγε τελικά μου είπε ότι η ιδανική ηλικία για να ξεκινήσει είναι τα 2,5 χρόνια, η είδηση με έπιασε εντελώς απροετοίμαστη! Εγώ νόμιζα ότι στα 2,5 θα πρέπει να παίρνει πτυχίο! Κούνια που με κούναγε..
Και μιας και ανέφερα την κούνια, ο μικρός μου δεν άργησε να την αποχωριστεί οικειοθελώς και χωρίς προβλήματα, μετακομίζοντας αρχικά στο δικό του δωμάτιο, και αργότερα στο μονό κρεβάτι που του πήραμε στην τρυφερή ηλικία των 3 ετών.
Μπορεί για ένα διάστημα να τον έβρισκα το πρωί στη σειρά των μαξιλαριών που έβαζα στο πλάι του κρεβατιού για να πέφτει στα μαλακά αν κατρακυλίσει το βράδυ, ή ακόμα πιο συχνά στο πάτωμα δίπλα από τα μαξιλάρια να κοιμάται ανέμελος σαν πουλάκι, όμως, μετά από λίγο το συνήθισε να κοιμάται στο μονό κρεβάτι του, και απολάμβανε τον έξτρα χώρο για τα πόδια, που ήθελαν ακόμα περί τα 15 χρόνια για να φτάσουν στην άλλη άκρη του κρεβατιού.
Όπως μπορείτε να φανταστείτε, η αγαπημένη μου περίοδος ήταν αυτή που το «μόνος μου» είχε γίνει η βασική γραμμή επικοινωνίας μας (δεν έλεγε και πολλά άλλα), και με πόση περηφάνεια τον χάζευα να ζουλάει τα παπούτσια για να μπουν και να ξεβιδώνει το καπάκι από το γάλα με την πρόθεση να το σερβίρει στο ποτήρι. Μπορεί τις 9 από τις 10 φορές το γάλα να κατέληγε στο πάτωμα αλλά εγώ εκεί, ακάθεκτη: «δε πειράζει που έπεσε λίγο γάλα, έκανες πολύ καλή προσπάθεια. Έλα να το καθαρίσουμε μαζί».
Εκτός από γαϊδουρινή υπομονή, είχα βλέπετε την εντύπωση ότι μόλις τα κάνει όλα αυτά μόνος του, μετά, η ζωή μου θα απλούστευε πολύ. Δε θα χρειαζόταν να τα κάνω εγώ για εκείνον. Θα με άφηνε στην ησυχία μου. Και φαντασιωνόμουν σενάρια με τον εαυτό μου να διαβάζω ήρεμα το βιβλίο μου στην πολυθρόνα ενώ το αγοράκι μου τακτοποιούσε σιγοτραγουδώντας το σαλόνι.
Αυτό φυσικά δεν έγινε ποτέ. Και το σαλόνι, δεν έχω την παραμικρή ιδέα πότε θα το ξαναδώ τακτοποιημένο. Η όμορφη όψη του είναι για εμένα πλέον μία μακρινή ανάμνηση..
Όμως, μέσα στον παραλογισμό μου, φαίνεται πως η επιμονή μου στο να βοηθήσω τον μικρό μου να αυτονομηθεί, μπορεί να μην μου εξασφάλισε (ακόμα) την ησυχία μου, εύχομαι όμως να έκανε κάτι πολύ πιο σημαντικό. Να τον βοήθησε να καταλάβει ότι μπορεί να τα καταφέρνει και μόνος του, αν δοκιμάσει αρκετές φορές να κάνει κάτι που έχει βάλει στο μυαλό του.
Λίγο το ένστικτό μου, λίγο η -κατά το ήμιση- σουηδική μου καταγωγή, λίγο κάποια πράγματα που έτυχε να ακούσω εκείνα τα πρώτα χρόνια για το πώς να βοηθήσουμε το παιδί μας να αυτονομηθεί, με έκαναν να αρκούμαι στο να τον χαζεύω, όταν, μωράκι ακόμα, μπουσουλώντας έφτανε στο γκρεμό του ξύλινου παιχνιδιού στην παιδική χαρά και τέντωνε το κεφαλάκι του να κοιτάξει κάτω, αντί να τρέξω να τον αρπάξω για να μην πέσει.
Παρόλο το τρέμουλο στην ψυχούλα μου, είχα την περιέργεια να δω πώς θα αντιδράσει – θα πέσει οικειοθελώς στο κενό; θα τραβηχτεί πίσω μόλις αντιληφθεί το ύψος; Και ενώ ήμουν ακριβώς από κάτω σε περίπτωση που επέλεγε το πρώτο σενάριο, με μεγάλη μου ανακούφιση διαπίστωσα ότι τραβιόταν κάθε φορά που ερχόταν αντιμέτωπος με γκρεμό.
Μόλις πρόσφατα έμαθα για το πείραμα του 1960 με μωρά που μπουσουλάνε πάνω σε διάφανη επιφάνεια για να μελετηθεί η ικανότητά τους αντίληψης του βάθους, από τους ψυχολόγους Eleanor J. Gibson και Richard D. Walk στο Πανεπιστήμιο Cornell και φαίνεται πως τα ευρήματά τους είναι με το μέρος μας (εμάς, των γονέων). Για όποιον ενδιαφέρεται, περισσότερα εδώ.
Τις στιγμές που δεν τα κατάφερνε να κάνει κάτι και θύμωνε με τον εαυτό του, προσπαθούσα να του σταθώ με λόγια ενθάρρυνσης:
‘Μα αυτό που προσπαθείς να κάνεις, δεν είναι καθόλου εύκολο! Και ήδη έχεις κάνει μία πολύ καλή αρχή! Για δες, τί θα γινόταν αν έκανες αυτό.. και μετά αυτό..’
‘Προσπάθησε άλλη μία φορά, θα τα καταφέρεις. Και αν δε σου βγει, εγώ είμαι ακριβώς δίπλα σου για να βοηθήσω.’
Μεγαλώνοντας, όσο περισσότερο έπεφτε λοιπόν ο γιος μου, στα σκαλιά, στο τρέξιμο, στο παιχνίδι, τόσο πιο πολύ πρόσεχε την επόμενη φορά. Δε μιλάμε φυσικά από γκρεμό, στα όρια του λογικού πάντα.
Όσο περισσότερο τού χυνόταν το γάλα, όλο και περισσότερο προσπαθούσε μέχρι να τελειοποιήσει την κίνησή του.
Όσο περισσότερο τον άφηνα να απομακρυνθεί από εμένα όταν είμαστε κάπου έξω, τόσο περισσότερο πρόσεχε ώστε να μη με χάσει από τα μάτια του (κι εγώ φυσικά το ίδιο). Το να φροντίζει για την ασφάλειά του είναι μέρος του δρόμου προς την αυτονομία, σωστά;
Σήμερα βλέπω πως όταν ζορίζεται με μία κατάσταση, τόσο πιο ευρηματικός γίνεται για να την ξεπεράσει, όπως εκείνη τη φορά που είχε μείνει έξω από την παρέα επειδή ήταν ο μόνος από τα τέσσερα παιδιάκια που δεν είχε ποδήλατο στη βόλτα μας, και αρχικά είχε μαζευτεί στη γωνία αμίλητος, ώσπου πήρε την απόφαση να το ρίξει στο τρέξιμο στα καλά καθούμενα, με αποτέλεσμα τα υπόλοιπα παιδάκια να κατέβουν από τα ποδήλατα και να τον ακολουθήσουν στο κυνηγητό που επακολούθησε, με τρελά γέλια και χαρές.
Εγώ, όπως και εκείνη την πρώτη μέρα στο γκρεμό, σιωπηλός παρατηρητής από απόσταση, καμαρώνοντάς τον από μακριά.
Μπορεί να μην το έκανε εσκεμμένα, όμως, τα παιδιά, πολλά από αυτά που κάνουν, τα κάνουν ενστικτωδώς. Αν καταφέρουμε και δεν μπούμε στη μέση – όπως πολύ συχνά οι γονείς νιώθουμε την υποχρέωση να κάνουμε, – τότε μπορεί να εκπλαγούμε ευχάριστα από την έκβαση των πραγμάτων.
Τώρα, για το τρέμουλο στην ψυχούλα μου, αυτό έχω αποδεχτεί ότι δε θα το ξεφορτωθώ, ακόμα και όταν το παιδάκι μου φτάσει μια μέρα στην ηλικία μου και βάλε. Ποτέ δε σταματάς να είσαι μαμά, σωστά; Ή μπαμπάς, εννοείται.
Γι’αυτό, θα το έχω πιστό οδηγό ώστε να μη φτάσω ποτέ στα άκρα και διακινδυνεύσω την ασφάλεια κανενός, αλλά θα συνεχίσω να δαγκώνομαι κάθε φορά που η περίσταση δεν έχει τη μορφή κατεπείγοντος.
Όταν λοιπόν μια μέρα κάτσω σε αυτή την πολυθρόνα με το βιβλίο μου, σε ένα σαλόνι όπου τίποτα δεν μετακινείται αν δεν το μετακινήσω εγώ, τότε, ξέρω ότι θα αναπολώ τις μέρες που ζούλαγε τα παπούτσια του και έχυνε το γάλα. Το ξέρω ότι θα το κάνω.
Αλλά έτσι είναι αυτά, – τα παιδιά μας μάς δανείζονται για κούτσα κούτσα 18 χρόνια στο σύνολο. Μετά, θα χρειαστεί κι εμείς να βασιστούμε στις δικές μας δυνάμεις για τη συνέχεια… και… εδώ σάς θέλω…