Τα μπισκότα με τα γράμματα
Από τότε που περπάτησε το παιδί μου, δύο ήταν τα μέρη που ευχαριστιόταν να επισκέπτεται, η παιδική χαρά και το σούπερ μάρκετ! Στα μάτια του δεν είχαν διαφορά και ίσως το σούπερ μάρκετ να τον διασκέδαζε ακόμα περισσότερο. Οι μεγάλοι διάδρομοι όπου μπορούσε να τρέξει χωρίς να κινδυνεύει από αυτοκίνητα και οι πάγκοι με πράγματα που λαχταρούσε και μπορούσε επιτέλους να φτάσει, έκαναν την εμπειρία ακαταμάχητη.
Η πρώτη στάση ήταν πάντα στο μανάβικο όπου τον εντυπωσίαζαν τα χρώματα στα φρούτα και τα λαχανικά. Μετά πηγαίναμε στα ψυγεία που του άρεσε η διαφορά της θερμοκρασίας, στους πάγκους με τα είδη για πάρτι, όπου τσακωνόμασταν γιατί τα ήθελε όλα, και τέλος στα μπισκότα. Μέσα σε δευτερόλεπτα άλλαζε η διάθεσή του και το πρόσωπο του φωτιζόταν. Τα μάτια του άνοιγαν, το χαμόγελο ζωγραφιζόταν στα χείλη του και μπορούσες να δεις τη λαχτάρα στα μάγουλα του. Τη διαδικασία την ήξερα αλλά τον άφηνα επίτηδες γιατί μου φαινόταν τόσο αστείος ο τρόπος που έψαχνε.
Τι ψάχνεις; ρωτούσα εγώ, Το μπισκοτάκι μου. Θέλω το μπισκοτάκι μου! Αυτό με τα γράμματα.
Με τη λέξη μπισκοτάκι εννοούσε τα Μιράντα Παπαδοπούλου, τη συσκευασία των 6 που την αντιμετώπιζε ως ένα μπισκότο(!). Θέλω κι άλλο, έφαγα μόνο ένα. Και φυσικά έτρωγε όσα ήθελε πριν προλάβουμε να φτάσουμε στο ταμείο για να τα πληρώσουμε. Δεν θέλω να αναφέρω τί συνέβαινε εάν του έπεφταν κάτω στην προσπάθεια να τα ανοίξει. Περνούσαμε μέσα σε λίγα λεπτά τα 5 στάδια του πένθους. Και κάπου εκεί στην «αποδοχή», επιστρέφαμε στο ράφι για να πάρουμε άλλα.
Τα γράμματα ήταν η δική μου ανάμνηση και είχα καταφέρει να του τη μεταφέρω. Τα παιδικά μου βράδια ήταν γεμάτα με γάλα και μπισκότα με γράμματα. Πριν πέσουμε για ύπνο, καθόμασταν με τη μεγάλη μου αδερφή στο τραπέζι της κουζίνας για το «δώρο» της ημέρας. Ακόμα θυμάμαι τη μητέρα μου να γεμίζει τις κούπες μας με γάλα. Η δική μου ήταν ροζ και είχε μια μπαλαρίνα ενώ της αδερφής μου ήταν κίτρινη κι είχε μια μπάλα του βόλεϊ. Η μητέρα μου άφηνε στη μέση του τραπεζιού μια συσκευασία με Μιράντα και πριν αρχίσουμε να τρώμε παίζαμε το παιχνίδι με τα γράμματα.
Εκείνη έλεγε Μ όπως… Μαμά φωνάζαμε εγώ και η αδερφή μου, Α όπως… Αγκαλιά, Τ όπως… Ταξίδια. Και αμέσως τα γράμματα έσβηναν μέσα στο γάλα και μας χάριζαν αυτήν την αξεπέραστη γεύση και ανάμνηση.
Μαζί με το παιδί έπαιρνα πάντα κι εγώ τη «διώροφη» συσκευασία, την οποία απολάμβανα το πρωί με τον καφέ μου. Την τελευταία φορά όμως όπως κάνω να πιάσω το δικό μου μπισκοτάκι για να φύγουμε από το σούπερ μάρκετ, βλέπω ένα μεγάλο ΜΑΜΑ γραμμένο πάνω στη συσκευασία. Η καρδιά μου χτύπησε τόσο δυνατά που νόμιζα ότι θα σπάσει και τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα. Κοίταζα το ΜΑΜΑ και τα γράμματα χόρευαν και έφτιαχναν το όνομα της δικής μου μητέρας. Ακούμπησα το χέρι μου επάνω στη λέξη ΜΑΜΑ και συγχρόνως κοίταξα το δικό μου παιδί. Τρεις γενιές κρυμμένες σε μια λέξη, σε μια γεύση, σε μια συνήθεια. Πόσο απλά πράγματα ορίζουν τη ζωή μας, σκέφτηκα και σκούπισα κρυφά τα δάκρυα μου. Σήμερα πάρε όσα μπισκότα θέλεις. Θα πάμε να τα φάμε με τη γιαγιά! είπα και τρέξαμε για να πάρουμε σειρά στο ταμείο.
Πριν μπούμε στο πατρικό μου σπίτι, έδεσα ένα φιόγκο στο κουτί με τα μπισκότα και της το προσφέραμε σαν δώρο. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα χαράς, τα οποία λες και έσβηναν τις ρυτίδες και εμφάνιζαν εκείνο το πρόσωπο που μου έβαζε γάλα στην κουζίνα.
Γράφει μαμά; με ρώτησε γεμάτη συγκίνηση η μητέρα μου. Ναι! της απάντησα, γιατί για μένα τα Μιράντα είσαι εσύ μαμά.