Αναπτυξιακή γλωσσική διαταραχή: Η πιο κοινή παιδική πάθηση για την οποία δεν έχετε ακούσει ποτέ
Η αναπτυξιακή γλωσσική διαταραχή (Developmental Language Disorder – DLD), μπορεί να διαγνωσθεί σε παιδιά που αδυνατούν να μάθουν τη μητρική τους γλώσσα χωρίς όμως να υπάρχει κάποιος προφανής λόγος. Μια τέτοια πάθηση μπορεί να οδηγήσει σε δυσκολίες στην επικοινωνία των παιδιών με τον υπόλοιπο κόσμο, αλλά και στην έκφραση και ανάπτυξη των ιδεών και των συναισθημάτων τους. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, κατά μέσο όρο, 2 παιδιά μέσα σε μια τάξη των 30 θα εμφανίσουν αναπτυξιακή γλωσσική διαταραχή σε τέτοιο βαθμό που θα είναι ικανός να καθυστερήσει την ακαδημαϊκή τους πορεία.
Όμως, παρ’όλη τη σοβαρότητα που τη συνοδεύει, η αναπτυξιακή γλωσσική διαταραχή είναι μια από τις λιγότερο αναγνωρίσιμες και κατανοητές διαταραχές που σχετίζονται με την παιδική ηλικία. Παρακάτω, η καθηγήτρια Courtenay Norbury* ξεκαθαρίζει το τοπίο εξηγώντας (και καταρρίπτοντας) τους μύθους που σχετίζονται με τη συγκεκριμένη πάθηση.
Μύθος Νο 1: Το παιδί θα ξεπεράσει το πρόβλημα μεγαλώνοντας
Μία από τις πιο συνηθισμένες αιτίες που οδηγούν τους περισσότερους γονείς στην αναζήτηση συμβουλών από παιδίατρους και ειδικούς ιατρός, είναι η καθυστέρηση στις πρώτες λέξεις του παιδιού. Παρόλο που υπάρχουν καλοπροαίρετοι φίλοι και συγγενείς οι οποίοι προσπαθούν να καθησυχάσουν τους γονείς, με τις ιστορίες για τα δικά τους παιδιά, που αν και δεν είχαν αρθρώσει λέξη μέχρι και τα 5 τους χρόνια, έπειτα άρχισαν να φτιάχνουν ολόκληρες προτάσεις, οι γονείς ανησυχούν.
Και δίκαια ανησυχούν γιατί όπως εξηγεί η Norbury, τα παιδιά με DLD διατηρούν μια διαφορά 2 – 3 ετών σε σχέση με τα υπόλοιπα παιδιά, όσον αφορά στις ικανότητες μάθησής τους κατά τα 3 πρώτα χρόνια στο δημοτικό σχολείο. Επίσης, λίγα είναι και τα στοιχεία που υποδεικνύουν ότι τα παιδιά με DLD θα καταφέρουν τελικά να φτάσουν το επίπεδο των συμμαθητών τους. Με δεδομένο ότι ίδια η γλώσσα αποτελεί την βάση για την ίδια τη μάθηση, τα παιδιά με DLD τείνουν να δυσκολεύονται ιδιαιτέρως στην τάξη κι όσο μεγαλώνουν τείνουν να δυσκολεύονται ακόμα περισσότερο. Για αυτό το λόγο, οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να είναι αρκετά προσεκτικοί προκειμένου να παρατηρήσουν τα σημάδια και να προσφέρουν στα παιδιά εγκαίρως, πρόσθετη υποστήριξη για να αναπτύξουν γλωσσικές γνώσεις.
Μύθος Νο2: Το παιδί είναι απλώς οκνηρό (ή ζωηρό)
Υπάρχουν πολλά παιδιά με DLD που δυσκολεύονται να κατανοήσουν τα λόγια των υπολοίπων ανθρώπων, ειδικά εάν εκείνοι μιλούν γρήγορα ή υπάρχουν ήχοι στο περιβάλλον που τους αποσπάσουν την προσοχή. Επίσης, δυσκολεύονται να θυμηθούν οδηγίες που δεν είναι σύντομες.
Το αποτέλεσμα είναι πως αυτά τα παιδιά συνήθως αδυνατούν να εκτελέσουν τις δραστηριότητες που εμείς προσδοκούμε να φέρουν εις πέρας ή να εκτελέσουν μια οδηγία που εμείς θεωρούμε απλή. Γι’ αυτό τις περισσότερες φορές η συμπεριφορά τους, παρερμηνεύεται ως ανυπακοή ή αδιαφορία για αυτά που τους λένε άλλοι άνθρωποι. Ας μην ξεχνάμε πως η γλώσσα αποτελεί και το βασικό εργαλείο μέσα από το οποίο έχουμε τη δυνατότητα να εκφράσουμε τα συναισθήματά μας, να ορίσουμε τη συναισθηματική μας κατάσταση καθώς και να διαπραγματευτούμε με τους υπόλοιπους ανθρώπους. Χωρίς να έχουν τη γλώσσα με το μέρος τους, πολλά από τα παιδιά που πάσχουν από DLD, συχνά απογοητεύονται εύκολα, και εκφράζουν αυτή την απογοήτευση μέσω… της δράσης.
Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι τα παιδιά με DLD έχουν διπλάσια πιθανότητα να εμφανίσουν χαμηλότερα επίπεδα προσοχής και να έχουν γενικά μια άσχημη συμπεριφορά. Κάτι τέτοιο είναι πολύ πιθανόν να αποτελεί και συνέπεια αυτού που βιώνει το παιδί, όταν προσπαθεί να διαχειριστεί τον κόσμο με ελλιπείς ικανότητες για γλωσσική μάθηση.
Συνεπώς εάν ένα παιδί φαίνεται να αδυνατεί να ακολουθήσει οδηγίες ή είναι ιδιαίτερα ζωηρό, καλό θα ήταν να σκεφτείτε την πιθανότητα να παίζει κάποιο ρόλο σε αυτό η αναπτυξιακή γλωσσική διαταραχή.

Μύθος Νο 3: Δεν είναι τα παιδιά που έχουν το πρόβλημα, αλλά φταίνε οι γονείς και o τρόπος που τα έχουν μεγαλώσει
Παρόλο που οι ειδικοί δεν διαθέτουν ακόμα αρκετές πληροφορίες για την ταυτότητα εκείνων των γονιδίων που είναι υπεύθυνα για την πάθηση, διαθέτουν αρκετές πληροφορίες ώστε να μπορούν να δηλώσουν ότι σπάνια ευθύνεται η ανατροφή για τις γλωσσικές δυσκολίες των παιδιών τους.
Προφανώς, η αντιμετώπιση των γονιών μπορεί να παίξει πρωταρχικό ρόλο στην εξέλιξη των προβλημάτων ή στη έγκαιρη αντιμετώπισή τους αλλά δεν μπορεί να ανατρέψει την εμφάνισή τους.
Αξίζει να σημειώσουμε επίσης, πως η γλώσσα είναι ένας δρόμος διπλής κατεύθυνσης. Εάν ένα παιδί αδυνατεί να μιλήσει και να απαντήσει άμεσα, τότε και οι γονείς του θα δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν και να αλληλεπίδρασουν. Και αντίστοιχα, εάν δραστηριότητες όπως η ομιλία και η ανάγνωση δεν έρχονται φυσικά για τους ίδιους τους γονείς, τότε θα μπορούσαν να μοιάζουν ακατόρθωτες και για το παιδί.
Το γεγονός ότι η αναπτυξιακή γλωσσική διαταραχή έχει τις ρίζες της στις γενετικές επιρροές, δεν σημαίνει και πως είμαστε ανίκανοι να βοηθήσουμε προκειμένου να την αναστρέψουμε. Υπάρχουν ειδικοί ιατροί που μπορούν να βοηθήσουν τους γονείς να προσαρμόσουν κατάλληλα τις μεθόδους τους, προκειμένου να εμπλουτίσουν την γλωσσική ανάπτυξη του παιδιού τους.
Μύθος Νο 4: Η εκμάθηση δύο γλωσσών μπορεί να επιδεινώσει τη DLD
Σε μια σύγχρονη κοινωνία πολλών διαφορετικών εθνοτήτων, υπάρχουν ολοένα και περισσότεροι γονείς που αναρωτιούνται συχνά αν θα έπρεπε να περιορίσουν τα παιδιά τους στην εκμάθηση μόνο μιας επιπλέον γλώσσας, ή ακόμα και μόνο της μητρικής. Τα ευρήματα της έρευνας σε αυτό το κομμάτι είναι σαφή και ξεκάθαρα: η εκμάθηση δύο διαφορετικών γλωσσών δεν μπορεί να προκαλέσει κάποιου είδους γλωσσικής δυσλειτουργίας ή ακόμα και να επιδεινώσει μια είδη υπάρχουσα γλωσσική διαταραχή. Τα παιδιά έχουν πάντα την ανάγκη για εισροή ποιοτικών δεδομένων και πληροφοριών σχετικών με τη γλώσσα, οπότε οι γονείς πρέπει να συνεχίσουν να μιλούν στα παιδιά στη γλώσσα που εκείνοι νιώθουν πιο άνετα να μιλήσουν.
Ωστόσο, η αναγνώριση και διάγνωση της DLD, θα μπορούσε να είναι πολυπλοκότερη υπόθεση. Ιδανικά, για να είναι απόλυτα ασφαλής μια διάγνωση για τη DLD πρέπει να είμαστε σίγουροι πως όλες οι μαθησιακές δυσκολίες που μπορεί να παρουσιάζει ένα παιδί, εφαρμόζονται σε κάθε μια από τις γλώσσες που προσπαθεί να αφομοιώσει. Το γεγονός αυτό, όμως, προϋποθέτει και τη δική μας ικανότητα για πλήρη κατανόηση όλων των διαφορετικών γλωσσών που μπορεί να ομιλούνται σε μια συγκεκριμένη πόλη ή χώρα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η καθυστερημένη έναρξη της ομιλίας, σε συνδυασμό με το οικογενειακό ιστορικό και τη βραδεία πρόοδο στην εκμάθηση της μητρικής γλώσσας μετά την είσοδο του παιδιού στο σχολείο, αποτελούν σαφή σημάδια ότι μπορεί να χρειαστεί επιπλέον υποστήριξη.

Μύθος Νο 5: Πρέπει να επικεντρώσουμε όλες μας τις προσπάθειες στην πρόωρη διάγνωση. Όταν φτάσει η ώρα του σχολείου θα είναι ήδη αργά
Πρέπει να αναγνωρίσουμε πως όπως και σε άλλες αναπτυξιακές παθήσεις, όπως ο αυτισμός και το σύνδρομο down, η ίδια η θεραπεία δεν είναι και ο πρωταρχικός στόχος της παρέμβασής μας. Αντιθέτως, στοχεύουμε στη μεγιστοποίηση της μαθησιακής ικανότητας, τον εμπλουτισμό των δυνατοτήτων επικοινωνίας αξιοποιώντας το οποιοδήποτε γλωσσικό επίπεδο κι αν διαθέτει ένα παιδί, και στην παροχή επιπρόσθετης υποστήριξης που θα μπορούσε να συμβάλλει στη μείωση των μακροπρόθεσμων κινδύνων που σχετίζονται με τη μάθηση, την κοινωνική αποδοχή και την ψυχική υγεία.
Παρόλο που η άμεση παρέμβαση κρίνεται αναγκαία για την αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων, πολλοί γονείς, γιατροί αλλά και εκπαιδευτικοί συνήθως επεμβαίνουν κατά την αρχή της εφηβικής ηλικίας, και την μετάβαση των παιδιών από το δημοτικό στο γυμνάσιο, όπου γίνονται και περισσότερο εμφανή τα σημάδια της DLD. Το γεγονός αυτό οφείλεται στην ολοένα και αυξανόμενη πολυπλοκότητα των μαθησιακών απαιτήσεων και την εκλεπτυσμένη γλώσσα που απαιτείται για τη διαχείριση των κοινωνικών σχέσεων κατά τη διάρκεια των εφηβικών χρόνων. Δυστυχώς, όσον αφορά στα παιδιά με DLD που έχουν τελειώσει το δημοτικό σχολείο, οι διαθέσιμοι οργανισμοί και υπηρεσίες που μπορούν να τους παράσχουν υποστήριξη εμφανίζονται αρκετά μειωμένοι. Ενώ δυστυχώς για τους ενήλικες που πάσχουν από DLD δεν υπάρχει καμία οργανωμένη ομάδα υποστήριξης. Παρόλο αυτά, ποτέ δεν είναι αργά και δεν θα πρέπει να αδιαφορήσουμε για τις ενδείξεις οποιαδήποτε στιγμή κι εάν τις εντοπίσουμε.
Συνοψίζοντας, υπάρχουν 3 βασικά πράγματα που πρέπει να θυμάστε για την DLD:
1. Αποτελεί ένα πρόβλημα που σχετίζεται με την ομιλία, την ακοή ή και τα δύο μαζί
2. Είναι συχνή στα παιδιά και δεν είναι πάντα εμφανής
3. Η αναζήτηση υπηρεσιών υποστήριξης και βοήθειας μπορεί να βοηθήσει στη βελτίωση της ποιότητας ζωής, τόσο για τα ίδια τα παιδιά όσο και για τις οικογένειές τους
* Η Courtenay Norbury είναι καθηγήτρια του University College London της Αγγλίας, με ειδικότητα στην αναπτυξιακή γλώσσα και την επικοινωνιακή διαταραχή.
Πληροφορίες από theguardian.com
Originally posted 2017-10-09 12:30:53.